μετεωρισμος

μετεωρισμος
    μετεωρισμός
     Arst. = μετεώρισις См. μετεωρισις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μετεωρισμος" в других словарях:

  • μετεωρισμός — rising to the surface masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμός — Η διάταση της κοιλιακής κοιλότητας, εξαιτίας της παρουσίας μεγάλης ποσότητας αερίων ή αέρα στα έντερα. * * * ο (ΑΜ μετεωρισμός) [μετεωρίζω] 1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.) 2. οίδημα, φούσκωμα νεοελλ. ιατρ. διόγκωση τού… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρισμός — ο 1. η ανύψωση: Ο μετεωρισμός του αεροπλάνου. 2. (ιατρ.), το φούσκωμα των εντέρων με αέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετεωρισμοῖς — μετεωρισμός rising to the surface masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμοῖσιν — μετεωρισμός rising to the surface masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμοί — μετεωρισμός rising to the surface masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμοῦ — μετεωρισμός rising to the surface masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμούς — μετεωρισμός rising to the surface masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμῶν — μετεωρισμός rising to the surface masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμῷ — μετεωρισμός rising to the surface masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμόν — μετεωρισμός rising to the surface masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»